- κεντρόσωμα
- και κεντρόσωμο(ν) και κεντροσωμάτιο(ν), τοβιολ. μικροσκοπικό σωμάτιο τού κυτταροπλάσματος ή τού πυρήνα ορισμένων φυτικών ή ζωικών κυττάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centrosome < centro- (< κέντρο[ν]) -some < σῶμα. Η λ., στον πληθ. τ. κεντροσωμάτια, μαρτυρείται από το 1893 στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.